-
1 παρ-εγ-κλίνω
παρ-εγ-κλίνω (s. κλίνω), auf die Seite, schief, abwärts biegen, Hippocr.; auch intrans., μικρὸν εἰς τὸ πλάγιον παρεγκλίνοντα, Arist. H. A. 2, 1; λοξῷ καὶ παρεγκεκλιμένῳ πορείας σχήματι χρώμενον, Plut. Phoc. 2. – Von Wörtern, sie ein wenig verändern, abbeugen, παρεγκλίνοντες τὴν λέξιν ( ἵε παῖ) λέγουσιν ἰὴ παιών, Ath. XV, 701 d.
-
2 παρεγκλίνω
A cause to incline sideways, Orph.H.63.7 ; wave,μετέωρα τὰ ξίφη.. παρεγκλίνοντες Onos.29.2
; lay beside or by,π. τὰς λαγόνας γυναιξί LXX Si.47.19
(as v. l.):—[voice] Pass., incline sideways, v. l. in Hp.Art.54 ; ; κατὰ τὴν θέσιν π. Theo Sm.p.128 H.2 intr. in [voice] Act., μικρὸν εἰς τὸ πλάγιον π. Arist.HA 498a16 : c. gen., deviate from, [πολιτεία] μικρὸν -κλίνουσα τῆς βασιλικῆς Id.Ath.41.2
: c. acc., μικρὸν π. τὴν ἀκμήν not far from their prime, Thphr.CP6.17.3 : abs., of the sun, pass the meridian, Id.Vent.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεγκλίνω
См. также в других словарях:
παρεγκλίνω — Α [εγκλίνώ] 1. δίνω πλάγια κλίση σε κάτι, τό κάνω να κλίνει προς τα πλάγια 2. τοποθετώ δίπλα ή κοντά σε κάτι 3. κλίνω, γέρνω προς τα πλάγια 4. παρεκκλίνω, αλλάζω πορεία 5. μτφ. παρεκτρέπομαι, περιφέρομαι άσκοπα 6. διαφοροποιώ ελαφρά, αλλάζω κάπως … Dictionary of Greek